σοβαρώτερα

σοβαρώτερα
σοβαρός
rushing
neut nom/voc/acc comp pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σοβαρωτέρα — σοβαρωτέρᾱ , σοβαρός rushing fem nom/voc/acc comp dual σοβαρωτέρᾱ , σοβαρός rushing fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρωτέρᾳ — σοβαρωτέρᾱͅ , σοβαρός rushing fem dat comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρωτέρας — σοβαρωτέρᾱς , σοβαρός rushing fem acc comp pl σοβαρωτέρᾱς , σοβαρός rushing fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρωτέραν — σοβαρωτέρᾱν , σοβαρός rushing fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρός — ή, ό / σοβαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ και α, Ν νεοελλ. 1. συγκρατημένος, αξιοπρεπής, φρόνιμος, συνετός, αυστηρός (α. «σοβαρός άνθρωπος» β. «σοβαρή συμπεριφορά») 2. σημαντικός, αξιοπρόσεκτος («σοβαρό ζήτημα») 3. δύσκολος, κρίσιμος, επικίνδυνος (α.… …   Dictionary of Greek

  • σοβαρωτέραις — σοβαρός rushing fem dat comp pl σοβαρωτέρᾱͅς , σοβαρός rushing fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”